- καθαρειότης
- καθαρειότης, ἡ (Α)βλ. καθαριότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαρειότης — καθαριότης cleanly fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek